όργια

όργια
Μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση του βάθους των νερών. Είναι αιγυπτιακής προέλευσης και ισούται με περίπου 1,85 μ.. Από τον Μεσαίωνα έως την καθιέρωση του δεκαδικού συστήματος, την ο. τη χώριζαν σε 6 πόδες ή 72 δακτυλίους ή 864 γραμμές και την θεωρούσαν βασική μετρική μονάδα. Στην Αγγλία, η ο. είναι γνωστή με την ονομασία φάδομ (fathom) και χρησιμοποιείται κυρίως από τους ναυτικούς. Το φάδομ ισοδυναμεί με 6 πόδες.
* * *
τα (Α ὄργια)
νεοελλ.
1. αφροδισιακές ακολασίες
2. μτφ. ανήθικες πράξεις, καταχρήσεις, παρανομίες κ.λπ.
αρχ.
1. μυστηριακές θρησκευτικές τελετές από τους μυημένους στη λατρεία κάποιας θεότητας (α. «Δήμητερ, ἁγνῶν ὀργίων ἄνασσα, συμπαραστάτει», Αριστοφ.
β. «σκευήν τ' ἔχειν ἠνάγκασ' ὀργίων ἐμῶν», Ευ ρ.)
2. κάθε λατρεία που περιέχει τελετές, θυσίες
3. κάθε είδους μυστήρια άσχετα προς τη θρησκεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ὄργια και ὀργεών, με θρησκευτική σημ. κατά την επικρατέστερη ετυμολογική άποψη, ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *werĝ- «κάνω» (πρβλ. έργο, ἔρδω, -οργός). Αρχικός είναι πιθ. ένας αμάρτυρος τ. *Fοργᾱ «θρησκευτική πράξη, τελετή». Η σύνδεση, εξάλλου, τής λ. ὄργια με την οικογένεια τού ὀργή οφείλεται σε παρετυμολογία. Η λ. ὄργια, που αρχικά σήμαινε κάθε μορφή λατρείας με τελετές και θυσίες, γρήγορα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αποκλειστικά τις μυστηριακές θρησκευτικές τελετές. Υπό την επίδραση, τέλος, τού χριστιανισμού η λ. ὄργια εξελίχθηκε «ἐπί κακῷ» στη σημ. «κάθε είδους μυστήρια άσχετα προς τη θρησκεία», από όπου «αφροδισιακές ακολασίες» και, μεταφορικά, «ανήθικες πράξεις, παρανομίες», σημ. με τις οποίες χρησιμοποιείται η λ. στη Νέα Ελληνική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὄργια — secret rites neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όργια — τα 1. στους αρχαίους, μυστική λατρεία από τους μυημένους μόνο: Όργια Διονύσου, Κυβέλης. 2. σαρκικές ακολασίες. 3. πράξεις ανήθικες: Όργιο παρανομιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οργιά — Μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση του βάθους των νερών. Είναι αιγυπτιακής προέλευσης και ισούται με περίπου 1,85 μ.. Από τον Μεσαίωνα έως την καθιέρωση του δεκαδικού συστήματος, την ο. τη χώριζαν σε 6 πόδες ή 72 δακτυλίους …   Dictionary of Greek

  • οργιά — η 1. μέτρο μήκους, ίσο με το άνοιγμα των χεριών στα πλάγια: Μάλωναν για δυο οργιές τόπο. 2. ναυτικό μέτρο ίσο με δύο γιάρδες (1 γιάρδα = 0,914 μέτρα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀργιᾷ — ὀργιάω to be fierce pres subj mp 2nd sg ὀργιάω to be fierce pres ind mp 2nd sg (epic) ὀργιάω to be fierce pres subj act 3rd sg ὀργιάω to be fierce pres ind act 3rd sg (epic) ὀργιάζω celebrate fut ind mid 2nd sg (epic) ὀργιάζω celebrate fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιά — ὀργιάς ecstatic and mystic fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιάσαι — ὀργιά̱σᾱͅ , ὀργιάω to be fierce pres part act fem dat sg (doric) ὀργιά̱σαῑ , ὀργιάω to be fierce aor opt act 3rd sg (attic doric) ὀργιά̱σᾱͅ , ὀργιάζω celebrate fut part act fem dat sg (doric) ὀργιάζω celebrate aor inf act ὀργιάσαῑ , ὀργιάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄργι' — ὄργια , ὄργια secret rites neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιάσοντες — ὀργιά̱σοντες , ὀργιάω to be fierce fut part act masc nom/voc pl (attic doric) ὀργιάζω celebrate fut part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιάσων — ὀργιά̱σων , ὀργιάω to be fierce fut part act masc nom sg (attic doric) ὀργιάζω celebrate fut part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”